Ο καλός οικογενειάρχης που καλούσε μία μία τις κόρες του σε ξενοδοχείο και…….
Η ιστορία του Γουίλιαμ Παρέντε
Στα 30 του, ο Γουίλιαμ Παρέντε φανταζόταν πως θα γινόταν κάποτε γνωστός ως ο μέγας και τρανός δικηγόρος ακινήτων της Νέας Υόρκης. Στα 40, πως θα τον θυμούνται όλοι σαν έναν υποδειγματικό και εργατικό οικογενειάρχη. Στα 58 του, το πιο πιθανόν θα ήταν να τον θυμούνται σαν τον απατεώνα που έστησε μια παράνομη πυραμίδα επενδυτών, το ονομαζόμενο «Σχήμα Πόντσι». Ωστόσο, όταν πέθανε στα 59 του, θα είχε μια εντελώς διαφορετική φήμη.
Ο Παρέντε είχε μια προσοδοφόρα καριέρα στη δικηγορία και τα χρηματιστηριακά-επενδυτικά θέματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η οικογένειά του είχε μπει σε δεύτερη μοίρα. Τους πήγαινε συχνά στη γειτονιά όπου μεγάλωσε ο ίδιος για να απολαύσουν την τοπική κουζίνα, διατηρούσε επαφή με παλιούς φίλους, μεταμφιεζόταν μαζί με τα παιδιά του για το Halloween. Στα μάτια όλων ήταν ο ιδανικός σύζυγος και πατέρας. Όμως, κάποια στιγμή, αργά στην καριέρα του, ο Παρέντε άρχισε να «παίζει» απερίσκεπτα με το χρήμα και μάλιστα όχι με δικά του κεφάλαια.
Βρήκε επενδύσεις υψηλού ρίσκου αναζητώντας αρχικά δάνεια, χρηματοδοτώντας τα με μετρητά από επενδύσεις άλλων πελατών. Στις αρχές του 2009, ο κόσμος του αρχίζει να καταρρέει. Επιταγές πολλών χιλιάδων δολαρίων βρέθηκαν ακάλυπτες και σφραγίσθηκαν ενώ το FBI ξεκίνησε έρευνα μετά από καταγγελίες για απάτη 20 εκατομμυρίων δολαρίων σε βάρος των επενδυτών. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ο Παρέντε πήγε με τη σύζυγο και τη μικρότερη κόρη του ένα ταξίδι στο Μέριλαντ, υποτίθεται για να επισκεφθούν την μεγαλύτερη κόρη του που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Loyola.
Μόλις έφτασε εκεί, άρχισε με σύστημα να εξολοθρεύει τις «γυναίκες της ζωής του». Με το που πήγαν στο ξενοδοχείο, ο Παρέντε έστειλε την 11 χρονη κόρη του Κάθριν να παίξει για λίγο, ώστε να μπορεί να μείνει μόνος με τη σύζυγό του. Όταν το κοριτσάκι επέστρεψε στο δωμάτιο βρήκε την 58χρονη μητέρα της Μπέτι, στραγγαλισμένη. Την ίδια μοίρα είχε και η μικρούλα από τα χέρια του πατέρα της.
Τέλος, ο Παρέντε τηλεφώνησε στην 19χρονη κόρη του Στέφανι ζητώντας της να έρθει στο ξενοδοχείο και εκείνη πήγε. Μέχρι τα μεσάνυχτα, δεν είχε επιστρέψει στο δωμάτιό της στην φοιτητική εστία και όταν η συγκάτοικός της τηλεφώνησε να δει πού βρίσκεται, ο Παρέντε της είπε ότι η Στέφανι «κοιμόταν».
Την επόμενη μέρα το προσωπικό του ξενοδοχείου που υποψιαζόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, έσπασε την πόρτα του δωματίου και βρήκε και τα τέσσερα μέλη της οικογένειας Παρέντε νεκρά. Ο Γουίλιαμ είχε αυτοκτονήσει κάποια στιγμή το πρωί, αφού σκότωσε και την μεγαλύτερη κόρη του. Ο Παρέντε «δραπέτευσε» από τα οικονομικά προβλήματα και το κυνηγητό του Νόμου, που τον στοίχειωναν, πληρώνοντας ο ίδιος το υπέρτατο τίμημα, κι ακόμη χειρότερα, αναγκάζοντας την οικογένειά του να πληρώσει το ίδιο.