Είναι 1954 και το δυναμικό λαϊκό δίδυμο της εποχής, ο συνθέτης Γεράσιμος Κλουβάτος και ο στιχουργός Κώστας Βίρβος, έχουν γράψει ένα καινούργιο τραγούδι με τίτλο «Ποτέ τη μάνα μην πικράνεις» και ψάχνουν για τραγουδίστρια. Η πρώτη ηχογράφηση έχει ήδη γίνει με τη φωνή της Μαρίας Γρίλλη ενώ μια άλλη νέα τραγουδίστρια, η Καίτη Γκρέυ, προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει τους δημιουργούς να το πει εκείνη γιατί οι στίχοι τής θυμίζουν τη ζωή της. Έχοντας κάνει μόνον μια πρόβα και παρά το γεγονός ότι τήν ταλαιπωρεί ένα κρύωμα, μπαίνει στο στούντιο και δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία αφήνοντάς τους όλους με το στόμα ανοιχτό. Εντυπωσιασμένη η τραγουδίστρια που είχε προηγηθεί παραδέχεται με ειλικρίνεια: «Εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να το πω όπως το λέει η κοπέλα, τόσο πονεμένα. Το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο για τη φωνή της»…
Μέσα από την ιστορία αυτή αποκαλύπτεται το μυστικό πίσω από την ασυναγώνιστη ερμηνευτική δύναμη της Καίτης Γκρέυ, που άφησε την τελευταία της πνοή, μετά από βαρύ εγκεφαλικό που υπέστη, έχοντας συμπληρώσει εδώ και λίγους μήνες τα 100 της χρόνια. Τα έντονα, δραματικά προσωπικά της βιώματα, τα βάσανά της που ξεκίνησαν από πολύ νωρίς, οι αγώνες της για επιβίωση, η ζωή της που, παρότι μετρούσε μόλις 30 χρονια, έμοιαζε με δραματική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, είχαν σφραγίσει ανεξίτηλα την ψυχή αλλά και τη φωνή της, μια μεγάλη φωνή που κουβαλούσε πολύ πόνο γι΄ αυτό και μπορούσε να τον εκφράζει τόσο μοναδικά και ανεπανάληπτα ακόμα και σε τραγούδια βαριά που προορίζονταν για άνδρες ερμηνευτές, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το θρυλικό «Βουνό».
Καιτη Γκρευ – Το βουνό – Kaiti Grey
Τα βασανιστικά παιδιά χρόνια
Και πώς να μην κουβαλά πόνο και παράπονο ένας άνθρωπος που απομακρύνθηκε, απότομα και βίαια, από τη μάνα που τον γέννησε; Η μικρή Αθανασία, όπως ήταν το όνομά της, ήταν μόλις ενός έτους όταν η οικογένειά της, που είχε ήδη τρία παιδιά και δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα, αποφάσισε να δώσει εκείνη και τον έναν από τους αδελφούς της για υιοθεσία. Το μωρό ταξιδεύει από την Σάμο στον Πειραιά, στα Ταμπούρια, όπου κατοικούν οι θετοί γονείς του οι οποίοι αποφασίζουν να τού δώσουν ένα νέο όνομα: Αγγελική Καλαϊτζή. Το ηλικιωμένο ζευγάρι κάνει ότι μπορεί για να μεγαλώσει καλά η μικρή. Ο θετός πατέρας της όμως φεύγει ξαφνικά από τη ζωή όταν εκείνη είναι 7 ετών και η θετή μητέρα της βγαίνει στο μεροκάματο. Η Κικίτσα, όπως την φώναζαν, μένει μόνη στο σπίτι καθώς δεν μπορεί να πάει στο σχολείο καθώς δεν έχει τα απαραίτητα έγγραφα. Η βιολογική μητέρα της δεν τα έδινε επειδή δεν τής επέτρεπαν να τήν βλέπει.
Καίτη Γκρέυ: Μια ζωή σαν δραματική ταινία, με ορφάνια, φτώχεια, βιασμούς και βάσανα που έγιναν τραγούδια
Μέχρι την ημέρα εκείνη που εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της, τής δίνει μια σοκολάτα και τής αποκαλύπτει την αλήθεια: ««Όταν ήμουν μικρή και μια κυρία μού έφερνε σοκολάτες και καραμέλες, ρωτούσα τη μητέρα μου ποια είναι αυτή η κυρία. Μου έλεγε ότι είναι μια θεία, που μας αγαπάει. Μεγάλωσα στα ξένα χέρια, αλλά αυτή η γυναίκα που με μεγάλωσε με λάτρεψε. Ήταν πραγματική μου μάνα. Μια μέρα, γυρνώντας από το νηπιαγωγείο, συνάντησα αυτή τη “θεία” στον δρόμο. Ήταν με έναν αστυνομικό και μόλις με είδε είπε “Να ‘το, να ‘το!”. Την είδα και τη ρώτησα, γιατί δεν έρχεται πια σπίτι μας. Μου είπε ότι δεν ήταν εδώ και έλειπε και μου είπε να πάω σπίτι της, να παίζω με τα παιδιά της. Και με πήρε σπίτι της και πέσανε τα αδέρφια μου – φυσικά ήταν αδέρφια μου – και εκείνη την ώρα μου είπε “Εγώ είμαι η σκύλα η μάνα σου, που σ’ έδωσα, γιατί δεν μπορούσα να σε ζήσω”. Της είπα ότι θέλω να κάτσω μαζί της και δεν θέλω να πάω στην άλλη. Μου είπε ότι, αν δεν πάω, θα τη βάλουν φυλακή. Η θετή μου μητέρα είχε καλέσει την αστυνομία και όταν πήγα σπίτι τής είπα: “Δεν είσαι εσύ η μαμά μου. Δώσε μου τα ρούχα μου, να πάω στην άλλη» είχε διηγηθεί η ίδια περιγράφοντας το μεγάλο σοκ που υπέστη. Τα βάσανα που τήν περίμεναν όμως στη συνέχεια ήταν, δυστυχώς, πολλά και μεγάλα.
Όταν ξεκινά ο πόλεμος η θετή μητέρα της Κικίτσας τήν στέλνει για ασφάλεια να μείνει με στην Σάμο μια θεία της. Μια γυναίκα σκληρή που βασάνιζε το 11χρονο κορίτσι άλλοτε αφήνοντάς το νυστικό κι άλλοτε δένοντάς το σε ένα δέντρο και χτυπώντας το με ένα καλάμι…Φθάνει μάλιστα στο σημείο να θέλει να την «πουλήσει» σε έναν Ιταλό. Το κορίτσι αρνείται πεισματικά. Τελικά ένας άλλος Ιταλός, που την βρίσκει κρυμμένη στο τζάκι, θα τήν σώσει από τους βομβαρδισμούς και θα την φυγαδεύσει στην Αίγυπτο, μέσω Τουρκίας. Κάπου εκεί, κοντά στο όρος Σινά, θα ζήσει για λίγο καιρό η μικρή Αγγελική, δουλεύοντας στα συσσίτια, μέχρι που ένας νεαρός Έλληνας τής υπόσχεται να την βοηθήσει να επιστρέψει στην Ελλάδα με την προϋποθέση πως όταν γυρίσει κι εκείνος θα παντρευτούν. Η Κικίτσα θα μπει στο καράβι του γυρισμού αλλά ο γάμος με εκείνον τον νεαρό δενθα γίνει ποτέ.
Οι κακοποιητικοί γάμοι και τα δυο παιδιά
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, αρχίζει να αναζητά την βιολογική της μητέρα η οποία την θεωρεί νεκρή. Την βρίσκει, πέφτουν η μία στην αγκαλιά της άλλης. Τα χρόνια όμως είναι δύσκολα. Κι όταν ένας γείτονας, πάνω από 20 χρόνια μεγαλύτερός της, ζητά το χέρι της Κικής η οικογένειά της δίνει την συγκατάθεσή της παρά τη θέληση της ίδιας. Ο γάμος γίνεται, το 14χρονο κορίτσι δεν αφήνει τον σύζυγό της να την πλησιάσει και εκείνος, τήν ναρκώνει για έρθει σε ερωτική επαφή μαζί της. Σε εκείνη την πρώτη βίαιη, απάνθρωπη, τραυματική επαφή έμελλε να μείνει έγκυος στο πρώτο της παιδί, τον Φίλιππο. Παρά την άφιξη του παιδιού όμως η ζωή της συνεχίζει να είναι ένα μαρτύριο. Ο άντρα τήν ζηλεύει παθολογικά, δεν τήν αφήνει να βγει από το σπίτι, την βρίζει, την χτυπάει, φθάνει μάλιστα στο σημείο να επιχειρήσει να την σκοτώσει με ένα σπασμένο γυάλινο μπουκάλι.
Η Αγγελική πρέπει να φύγει για να σώσει την ίδια και το 11 μηνών μωρό της. Αρχικά βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι ενός από τα αδέλφια της η γυναίκα του, ωστόσο, διαφωνεί με αυτή την συγκατοίκηση και η 16χρονη κοπέλα εγκαταλείπεται, για μία ακόμη φορ, στην τύχη της. Ούτε καν η βιολογική της μητέρα δεν θα τής απλώσει χείρα βοηθείας…Καταλήγει εν τέλει στο σπίτι μιας θείας της και ξεκινά να δουλεύει σκληρά για να μπορέσει να ζήσει τον εαυτό της και το μωρό της. Όλα τα χρήματα που βγάζει τα δίνει στον φίλο της θείας της που, αντί να προστατεύσει τις δύο γυναίκες, βιάζει την Κική, η οποία θα μείνει έγκυος, για δεύτερη φορά, με τον πιο άγριο και τραυματικό τρόπο.
Βουνο ειναι ο πονος μου – Καιτη Γκρευ
Παρόλα αυτά θα δώσει μεγάλο αγώνα, εντελώς μόνη της και χωρίς τη βοήθεια κανενός από το περιβάλλον της, για να σώσει τον δεύτερο γιο της, τον Βασίλη, πατέρα της τραγουδίστριας Αγγελικής Ηλιάδη, ο οποίος γεννιέται πρόωρα με τις ελπίδες να επιβιώσει να είναι ελάχιστες. Εκείνη όμως δεν το βάζει κάτω. Δουλεύει μέρα νύχτα προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για να κάνει το παιδί της τα χειρουργεία που χρειάζεται για να σωθεί. Και τελικά τα καταφέρνει για μία ακόμη φορά. Ο μικρούλης διαφεύγει τον κίνδυνο, τής τον παίρνουν όμως κρυφά από την αγκαλιά της για να τον βάλουν σε ορφανοτροφείο. Εκείνη πάει και κλέβει το μωρό από το ίδρυμα και λίγο αργότερα παντρεύεται, για δεύτερη φορά, έναν χρυσοχόο. Ούτε αυτός ο γάμος όμως μακροημέρευσε…
Καίτη Γκρέυ: Μια ζωή σαν δραματική ταινία, με ορφάνια, φτώχεια, βιασμούς και βάσανα που έγιναν τραγούδια
Τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα και το λαϊκό τραγούδι
Ο αγώνας της Κικής για την επιβίωση συνεχίζεται αδιάκοπος. Δουλεύει όπου βρει. Μέχρι που μια μέρα, ενώ πίνει καφέ στο «Πανελλήνιο», το καλλιτεχνικό στέκι της εποχής, τυχαίνει να τήν δει το διάσημο χορευτικό ζευγάρι «Ντούο Ρεξ» που γοητευμένο από την εντυπωσιακή της εμφάνιση της προτείνει συνεργασία. Εκείνη δέχεται, κάνει μαθήματα χορού καθημερινά μετά τη δουλειά ενώ εμφανίζεται, για πρώτη φορά ως χορεύτρια, στο θέατρο «Περοκέ».
Επειδή όμως η σκηνή απαιτεί πολλά προσόντα αποφασίζει να δοκιμαστεί και στο τραγούδι το οποίο, όπως αποδεικνύεται, σχεδόν αμέσως, είναι ο φυσικός της χώρος. Η φωνή της, πρωτόγονη, ακατέργαστη αλλά και ολόσωστη στις νότες, λεβέντικη αλλά και σπαρακτική την ίδια στιγμή, με μια δύναμη ακατάληπτη και ένα κρυμμένο, βαθύ αναστεναγμό που ανατριχιάζει, μαγνητίζει όποιον βρεθεί στο διάβα της και πείθει τους μεγάλους λαϊκούς συνθέτες ότι αυτή είναι το νέο αστέρι του λαϊκού τραγουδιού.
Ξεκινά ως ηθοποιός που τραγουδά σε παραστάσεις και ταινίες, ελαφρά κατά κύριο λόγο τραγούδια. Μέχρι το 1953 που ο Γιώργος Μητσάκης τήν εισάγει στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού με το κομμάτι «Το δικό σου το μαράζι» που θα αποτελέσει την πρώτη της μεγάλη επιτυχία της Καίτης Γκρέυ, όπως είναι πλέον το όνομά της, το οποίο έχει αρχίσει να αποκτά φήμη στα λαϊκά στέκια. Τραγουδά πλέον σε μαγαζιά με τον Βαμβακάρη, τον Τάκη Μπίνη και άλλους σημαντικούς λαϊκούς συνθέτες.
Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Λουκάς Νταράλας, ο πατέρας του Γιώργου Νταλάρα, που δυο χρόνια μετά την πρώτη, τυχαία, συνάντησή τους θα τής χαρίσει το ωραιότερο τραγούδι της καριέρα της και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά της λαϊκής δισκογραφίας, το περίφημο «Βουνό», η πρώτη εκτέλεση του οποίου φέρει την δική της, ανεξίτηλη ερμηνευτική σφραγίδα: «Εσύ κοπέλα μου, είσαι μεγάλη τραγουδίστρια. Δεν θα υπάρχει δεύτερη σαν εσένα. Εσύ θα τις σβήσεις όλες τις άλλες…» θα τής πει εκείνος ενθουσιασμένος όταν τήν πρωτακούει να τραγουδάει. Και όπως, πολύ σύντομα, αποδείχτηκε, είχε δίκιο. Η δισκογραφική εταιρεία Columbia αρνείται αρχικά να ηχογραφήσει το τραγούδι καθώς θεωρεί ότι είναι πολύ βαρύ και δεν θα πιάσει. Η Καίτη Γκρέυ επιμένει. Η ηχογράφηση γίνεται και όταν βγαίνει «Το Βουνό», το 1954, γίνεται χαλασμός!
Από κει και πέρα η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Ποιο τραγούδι να πρωτοαναφέρει κανείς; «Άναψε το τσιγάρο» του Γεράσιμου Κλουβάτου και του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, «Πάρε το δάκρυ μου» του Μανώλη Χιώτη και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, «Κάτσε στον καναπέ μου» του Χρυσίνη και του Τσάντα, «Το ΄πες και τό ΄κανες» των Μακρυδάκη – Γκούτη, «Ο σκληρός χωρισμός» των Μπακάλη – Βίρβου αλλά και οι μεγάλες επιτυχίες του Βασίλη Τσιτσάνη, τα «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Στρώσε μου να κοιμηθώ», «Τα ξένα χέρια», «Για κοίτα κόσμε ένα παιδί», «Σε τούτο το παλιόσπιτο» κ.ά.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60 το άστρο της Καίτης Γκρέυ θα λάμψει. Τα τραγούδια της πουλάνε τρελά, γίνεται πρώτο όνομα στις μαρκίζες των διασημότερων νυχτερινών κέντρων της εποχής και το νυχτοκάματό της εκτοξεύεται σε ποσά – ρεκόρ για την εποχή. Παράλληλα, συνεργάζεται με όλους τους μεγάλους λαϊκούς συνθέτες και τους πιο γνωστούς τραγουδιστές, από τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση μέχρι τον Γαβαλά, τον Ζαγοραίο και τον Στράτο Διονυσίου.
Οι τραγωδίες δεν σταμάτησαν ποτέ ωστόσο να χτυπούν την τραγουδίστρια. Τον Νοέμβριο του 2021 θα φύγει από τη ζωή ο μικρότερος γιος της, Βασίλης. Στην αρχή η οικογένεια θα επιχειρήσει να τής αποκρύψει το τραγικό γεγονός. Εκείνη όμως ρωτά επίμονα γιατί δεν έρχεται ο Βασίλης της και μερικούς μήνες αργότερα αναγκάζονται να τής αποκαλύψουν την αλήθεια. Η ίδια θα καταρρεύσει και η υγεία της θα κλονιστεί σοβαρά.
Με ένα ρεπερτόριο – μαμούθ που περιλαμβάνει περίπου 1500 τραγούδια και με εμφανίσεις θρυλικές, τόσο στο πάλκο όσο και στον κινηματογράφο ,η Καίτη Γκρέυ θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις σημαντικότερες γυναικείες λαϊκές φωνές, που συνδέθηκε με αγαπημένες λαϊκές μουσικές ιστορίες από εκείνες που «Μια γυναίκα μόνο ξέρει να σού πει…»
Οι έρωτες με τον Καζαντζίδη και τον Μπάρκουλη
Γυναίκα περιζήτητη, αν και ταλαιπωρημένη από τις σχέσεις της, η Καίτη Γκρέυ τραβούσε διαχρονικά τα ανδρικά βλέμματα με την εντυπωσιακή της εμφάνιση και τον δυναμισμό του χαρακτήρα του. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως μία μόνον συνάντηση ήταν αρκετή για τον Στέλιο Καζαντζίδη ώστε να τής προτείνει να αρραβωνιαστούν. Η γνωριμία τους έγινε μέσω της μητέρας του τραγουδιστή, της κυρά Γεθσημανής, η οποία πήγαινε συχνά σε ένα μαγαζί στο Νέο Ηράκλειο, όπου τραγουδούσε η Καίτη Γκρέϋ, και ζητούσε οικονομική βοήθεια προκειμένου να στείλει λεφτά στον φαντάρο γιο της, που ήταν φυλακισμένος στη Μακρόνησο καθώς ένας λοχίας τον είχε ενοχοποιήσει βάζοντας χασίς στην τσέπη του.
Καίτη Γκρέυ: Μια ζωή σαν δραματική ταινία, με ορφάνια, φτώχεια, βιασμούς και βάσανα που έγιναν τραγούδια
Η Καίτη Γκρέυ με τον Στέλιο Καζαντζίδη
Ένα βράδυ ο Καζαντζίδης πήγε στο μαγαζί να γνωρίσει την όμορφη τραγουδίστρια που βοηθούσε τη μάνα του. Στην παρέα του ήταν μεταξύ άλλων και μια κοπέλα, η Ελένη. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς οι δυο τους χόρεψαν τανγκό, μίλησαν, διασκέδασαν. Εκείνος όμως έπρεπε να επιστρέψει στο στρατόπεδο. Τον συνόδευσε η τραγουδίστρια με ένα ταξί και κατά τη διάρκεια της διαδρομής έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Μόλις έφθασαν στον Διόνυσο, όμως, έξω ακριβώς από το στρατόπεδο, τον περίμενε η Ελένη. Ο Καζαντζίδης τής ζήτησε να φύγει: «Την Κυριακή αρραβωνιάζομαι με την Καίτη Γκρέυ» τής είπε κοφτά.
Έτσι κι έγινε. Οι δυο τους αρραβωνιάστηκαν, κι όταν εκείνος πήρε μετάθεση στην Τρίπολη, τής επέβαλε να μείνει με την μητέρα του η οποία μάλιστα θα την συνόδευε κάθε βράδυ στο μαγαζί. Εκείνο το διάστημα η τραγουδίστρια έμεινε έγκυος στο παιδί του Καζαντζίδη, όπως η ίδια είχε αποκαλύψει, αλλά δυστυχώς η εγκυμοσύνη αυτή δεν έμελλε να ολοκληρωθεί. Η σχέση τους ωστόσο είχε ήδη αρκετά προβλήματα τα οποία τούς οδήγησαν στον χωρισμό μετά από πέντε χρόνια κοινής ζωής.
«Μικρά παιδιά ήμασταν. Ήταν η πρώτη μου αγάπη και ο πρώτος άντρας που με έκανε να νοιώσω γυναίκα. Μείναμε μαζί πέντε ολόκληρα χρόνια. Τη στοργή που βρήκε σε μένα δεν τη βρήκε από καμιά γυναίκα» είχε εξομολογηθεί η ίδια αναφερόμενη στην πολυσυζητημένη αυτή σχέση.Έναν χρόνο μετά τον χωρισμό της με τον Καζαντζίδη η Καίτη Γκρέυ θα γνωρίσει τον Ανδρέα Μπάρκουλη με τον οποίο θα ζήσει έναν μεγάλο, φλογερό έρωτα. Η πρώτη τους επαφή βέβαια ήταν κάπως επεισοδιακή. Η τραγουδίστρια είχε διηγηθεί στην γράφουσα, την ιστορία της με τον ηθοποιό, το 2016, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο: «Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε με τον Μπάρκουλη, με έκλεψε… Ήταν το 1959. Δουλεύαμε και οι δύο στη Θεσσαλονίκη. Μια μέρα ήρθε ο ηθοποιός Κώστας Κακαβάς στο ξενοδοχείο που μέναμε και με ρώτησε αν είχα δεσμό με τον Μπάρκουλη. Εγώ αρνήθηκα και θυμωμένη τον ρώτησα ποιος τού το είπε αυτό. Κι εκείνος μού απάντησε: «Ο Μπάρκουλης». «Να πάς να τού πεις ότι δεν είναι άντρας» φώναξα έξαλλη. Το επόμενο βράδυ, που ήμουν στο μαγαζί που τραγουδούσα, με πλησίασε ένας σερβιτόρος και μού είπε πως απ’ έξω με περιμένει ο Μπάρκουλης. Πήγα. Στάθηκα έξω απ’ το παράθυρο του ακριβού σπορ αυτοκινήτου του και τον ρώτησα γιατί λέει αυτά τα ψέματα για μάς τους δύο. Εκείνος ευγενικά και πάντα μιλώντας μου στον πληθυντικό μού ζήτησε να μπω μέσα στο αυτοκίνητο για να μιλήσουμε ήρεμα αφού γύρω γύρω υπήρχε κόσμος και μάς άκουγε. Όταν μπήκα, έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε. Τρόμαξα. Πάνω στο παρμπρίζ είχε μια σοκολάτα. Με το ένα χέρι οδηγούσε και με το άλλο με τάϊζε σοκολάτα. Με πήγε σε μια ερημιά και εκεί μού εξομολογήθηκε, για πρώτη φορά, πως ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί μου. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Όταν λίγες μέρες μετά έφυγα για την Αθήνα με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και μού έλεγε πως με ήθελε συνέχεια κοντά του. Λίγο καιρό αργότερα μού είπε πως θα έρθει να με ζητήσει από τη μάνα μου. Και το έκανε. «Άμα σε θέλει η κόρη μου κι εγώ σε θέλω» τού απάντησε εκείνη και έτσι αρραβωνιαστήκαμε».
Δύο χρόνια έμειναν μαζί. Ο Μπάρκουλης είχε αναπτύξει μια εξαιρετική σχέση με τα παιδιά της Καίτης Γκρέυ κι εκείνα του έδειχναν μεγάλη αδυναμία. Δυο χρόνια μετά όμως χώρισαν: «Όταν γνωριστήκαμε ο Ανδρέας ήταν χορτασμένος. Δεν μού έδωσε ποτέ δικαίωμα να ζηλέψω, δεν τον έπιασα ποτέ με άλλη γυναίκα. Εκείνος μπορεί και με ζήλευε λίγο, εγώ όχι. Ήταν πιστός. Οι λόγοι που χωρίσαμε είχαν να κάνουν με τις συνήθειες που είχε στην καθημερινότητά του και στον τρόπο που αντιμετώπιζε τα πράγματα. Ήταν λίγο άμυαλος» είχε αποκαλύψει η τραγουδίστρια σε εκείνη την ίδια συνέντευξη.
Καίτη Γκρέυ: Μια ζωή σαν δραματική ταινία, με ορφάνια, φτώχεια, βιασμούς και βάσανα που έγιναν τραγούδια
Η Καίτη Γκρέυ με τον Ανδρέα Μπάρκουλη
Ο έρωτας αυτός μάλιστα διεκδίκησε και μια δεύτερη ευκαιρία, 15 ολόκληρα χρόνια μετά: «Με πήρε τηλέφωνο και μού ζήτησε να πάμε για φαγητό. Δέχτηκα. Πήγαμε πρώτα για φαγητό και μετά στα μπουζούκια που τραγουδούσε η Γιώτα Γιάννα. Ο Αντρέας ζήτησε από ένα παιδί να τραγουδήσει την επιτυχία του Κόκοτα «Σ’ αγάπησα για μια φορά ακόμα». Μού κράταγε σφικτά το χέρι και μού είπε: «Θέλω αυτό που δεν κάναμε πριν τόσα χρόνια να το κάνουμε τώρα. Να παντρευτούμε. Πέρασαν πολλές γυναίκες από τη ζωή μου αλλά δεν σήμαιναν τίποτα για μένα». Κι εγώ τού απάντησα: «Ανδρέα τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει. Πρέπει να τα ρωτήσω πρώτα». Πράγματι τα ρώτησα κι εκείνα συμφώνησαν. Ο Ανδρέας ήταν ο μόνος άνδρας που είχαν αγαπήσει και δέχονταν να είναι κοντά μου. Περιμέναμε να βγει το διαζύγιό του για να παντρευτούμε. Θα μάς πάντρευαν ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή».
Ούτε αυτή τη φορά όμως ήταν γραφτό να παντρευτούν. Κατά την διάρκεια της Χούντας ο Ανδρέας Μπάρκουλης συνελήφθη στο θέατρο που έπαιζε, μετά το τέλος της παράστασης, έχοντας στην κατοχή του μικροποσότητα χασίς και προφυλακίστηκε: «Ένα βράδυ ετοιμαζόμασταν να κάνουμε ένα πάρτι για τον αδελφό του επειδή είχε πάρει το πτυχίο του στη Νομική. Ο Ανδρέας όμως δεν εμφανίστηκε. Το πρωί τηλεφώνησα ανήσυχη στον Κώστα Ρηγόπουλο και τον ρώτησα αν γνώριζε κάτι. Εκείνος μού είπε να πάρω το αυτοκίνητο και να πάω στο σπίτι του Νίκου Παγκράτη στην Κυψέλη. Όταν έφθασα αλαφιασμένη, είδα τον Κώστα Ρηγόπουλο, τον Γιώργο Μούτσιο και την Κάκια Αναλυτή με τα μάτια προισμένα απ’ το κλάμα. Μού είπαν ότι συνέλαβαν τον Αντρέα το προηγούμενο βράδυ μόλις τελείωσε η παράσταση. Σοκαρίστηκα. Δεν μπορούσα να μείνω μαζί του όταν ήξερα ότι είχε τέτοιες κακές συνήθειες. Είχα δυο παιδιά στην εφηβεία. Φοβόμουν. Οι κοινοί μας φίλοι με πίεσαν πολύ να μην τον αφήσω. Μού έλεγαν πως με αγαπούσε πολύ και πως θα δεν θα τα κατάφερνε μακριά μου. Κι ο ίδιος όμως, μέσα από το κρατητήριο, μού έγραψε ένα γράμμα που έλεγε: “ Καίτη μου, αν με αφήσεις θα πεθάνω…Έχεις το λόγο μου δεν θα ξαναμπλέξω…». Εγώ όμως ήμουν αμετάπιστη. Τον αγαπούσα αλλά έπρεπε να κοιτάξω το καλό των παιδιών μου.»
Πηγή: protothema.gr